- ίδρωση
- η (Α ἵδρωσις) [ιδρώω]η έκκριση ιδρώτα, η εφίδρωση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ίδρωση — η έκκριση ιδρώτα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἱδρώσῃ — ἱδρώσηι , ἵδρωσις sweating fem dat sg (epic) ἱ̱δρώσῃ , ἱδρόω sweat aor subj mid 2nd sg ἱ̱δρώσῃ , ἱδρόω sweat aor subj act 3rd sg ἱ̱δρώσῃ , ἱδρόω sweat fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οσμιδρωσία — και οσμίδρωση, η έκκριση δύσοσμου ιδρώτα, αλλ. βρωμιδρωσία ή κακιδρωσία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. osmidrosis < οσμή + ίδρωση (< ιδρώνω). Η λ., στον λόγιο τ. οσμίδρωσις, μαρτυρείται από το 1887 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
υπερίδρωση — η, Ν ιατρ. παθολογικά αυξημένη έκκριση ιδρώτα, γενικευμένη ή τοπική, που παρατηρείται κυρίως κατά την υποχώρηση εμπύρετων νοσημάτων, αλλ. υπεριδρωσία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hyperhidrosis < υπερ * + ίδρωση. Η λ., στον λόγιο τ.… … Dictionary of Greek
υφίδρωση — η, Ν παθολογική ελάττωση τής έκκρισης τών ιδρωτοποιών αδένων. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο) * + ίδρωση] … Dictionary of Greek
χρωμιδρωσία — η, Ν ιατρ. έκκριση χρωματιστού ιδρώτα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. chromidrosis / chromhidrosis (< χρώμα + ίδρωση «εφίδρωση»). Η λ., στον λόγιο τ. χρωμίδρωσις, μαρτυρείται από το 1896 στο περιοδικό Ιατρική Πρόοδος Σύρου] … Dictionary of Greek